- αμυγμός
- ἀμυγμός, ο (Α) [ἀμύσσω]το άμυγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… … Dictionary of Greek
ἀμυγμοῖς — ἄμυγμα scratching masc dat pl ἀμυγμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)